Πιτσιώρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πιτσιώρης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈt͡sço.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐τσιώ‐ρης
- παρώνυμο: Πιτσιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιτσιώρης αρσενικό (θηλυκό Πιτσιώρη)