Πιτσινιάνικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Πιτσινιάνικα | ||
γενική | των | Πιτσινιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Πιτσινιάνικα | ||
κλητική | Πιτσινιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πιτσινιάνικα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.t͡siˈɲa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πι‐τσι‐νιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιτσινιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πιτσινιάνικα