Δείτε επίσης: πευκιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πευκιώτισσα οι Πευκιώτισσες
      γενική της Πευκιώτισσας των Πευκιωτισσών
    αιτιατική την Πευκιώτισσα τις Πευκιώτισσες
     κλητική Πευκιώτισσα Πευκιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πευκιώτισσα < Πευκιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pefˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πευ‐κιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πευκιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πευκιώτης