Πετροπουλιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πετροπουλιώτης < Πετρούπολη + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.tɾo.puˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐τρο‐που‐λιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πετροπουλιώτης αρσενικό (θηλυκό Πετροπουλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό, σπάνιο) άλλη μορφή του Πετρουπολίτης (για τον κάτοικο του αθηναϊκού προαστίου), μάλλον περισσότερο προφορικό
- ※ Εμείς θέλουμε να έρθει ο Πετροπουλιώτης στο γήπεδο και να τον κρατήσουμε κοντά στην ομάδα της πόλης του («Άνοδος από δικές μας δυνάμεις», sepk.gr [Σύνδεσμος Ελλήνων Προπονητών Καλαθοσφαίρισης], Αύγουστος 2009· πρόσβαση: 2021-09-10)
- ※ Μιλώντας στην εκδήλωση, ο ηθοποιός Γ. Γεννατάς, Πετροπουλιώτης και ο ίδιος, περιέγραψε το πώς έζησε τη μετάβαση του χώρου από νταμάρι σε χώρο πολιτισμού («Ξεκινά το Διεθνές Φεστιβάλ Πέτρας», Ριζοσπάστης, 17 Μάη 2018, σ. 21)