Περόγαμβρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Περόγαμβρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peˈɾo.ɣaɱ.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ρό‐γαμ‐βρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠερόγαμβρος αρσενικό (θηλυκό Περογάμβρου)