Πεντελιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πεντελιώτισσα < Πεντελιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pen.deˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ντε‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠεντελιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πεντελιώτης
- προσωνυμία της Παναγίας σε ναό στου Γουδή στην Αθήνα
- ※ Ως «Παναγία Πεντελιώτισσα» αναγνώριζαν το μεσαιωνικό ναΐδριο στο Γουδή, οι κάτοικοι της Αττικής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και το γιόρταζαν ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου. (Ελευθέριος Σκιαδάς, Το λαϊκό πανηγύρι του Αγίου Θωμά (Γουδή), Τα Αθηναϊκά, 4 Μαΐου 2019)
Συγγενικά
επεξεργασία- πεντελιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Πεντέλη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πεντελιώτης
Πεντελιώτισσα
|