Πεζός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πεζός | οι | Πεζοί |
γενική | του | Πεζού | των | Πεζών |
αιτιατική | τον | Πεζό | τους | Πεζούς |
κλητική | Πεζέ | Πεζοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πεζός < πεζός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠεζός αρσενικό (θηλυκό Πεζού)