Πατρίκιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πατρίκιος | οι | Πατρίκιοι |
γενική | του | Πατρίκιου & Πατρικίου |
των | Πατρίκιων & Πατρικίων |
αιτιατική | τον | Πατρίκιο | τους | Πατρίκιους & Πατρικίους |
κλητική | Πατρίκιε | Πατρίκιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πατρίκιος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠατρίκιος αρσενικό (θηλυκό Πατρικία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πατρίκιος
|