Πανώρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πανώρια | οι | Πανώριες |
γενική | της | Πανώριας | — | |
αιτιατική | την | Πανώρια | τις | Πανώριες |
κλητική | Πανώρια | Πανώριες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πανώρια < Πανωραία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠανώρια θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πανώρια στη Βικιπαίδεια , δράμα του Κρητικού συγγραφέα Γεωργίου Χορτάτση (1550-1610)
- Πανώρια Βοζίκη στη Βικιπαίδεια , Ελληνίδα αγωνίστρια της Επανάστασης του 1821