Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πανώρια οι Πανώριες
      γενική της Πανώριας
    αιτιατική την Πανώρια τις Πανώριες
     κλητική Πανώρια Πανώριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πανώρια < Πανωραία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πανώρια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία