Παιανιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Παιανιεύς | οἱ | Παιανιεῖς - Παιανιῆς* |
γενική | τοῦ | Παιανιέως & Παιανιῶς |
τῶν | Παιανιέων & Παιανιῶν |
δοτική | τῷ | Παιανιεῖ | τοῖς | Παιανιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Παιανιέᾱ & Παιανιᾶ |
τοὺς | Παιανιέᾱς & Παιανιᾶς |
κλητική ὦ! | Παιανιεῦ | Παιανιεῖς - Παιανιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Παιανιῆ1 ή Παιανιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Παιανιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΠαιανιεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από την Παιανία ή κατοικεί εκεί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαιανιεύς αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Παιανιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press