Δείτε επίσης: Οὐλέριος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Οὐλερῖχος οἱ Οὐλερῖχοι
      γενική τοῦ Οὐλερίχου τῶν Οὐλερίχων
      δοτική τῷ Οὐλερίχ τοῖς Οὐλερίχοις
    αιτιατική τὸν Οὐλερῖχον τοὺς Οὐλερίχους
     κλητική ! Οὐλερῖχε Οὐλερῖχοι
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οὐλερῖχος < (λόγιο δάνειο) γερμανική Ulrichs, με κατάλληλες προσαρμογές + κατάληξη -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οὐλερῖχος αρσενικό (καθαρεύουσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία