Οὐλερῖχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Οὐλερῖχος | οἱ | Οὐλερῖχοι | ||||
γενική | τοῦ | Οὐλερίχου | τῶν | Οὐλερίχων | ||||
δοτική | τῷ | Οὐλερίχῳ | τοῖς | Οὐλερίχοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Οὐλερῖχον | τοὺς | Οὐλερίχους | ||||
κλητική ὦ! | Οὐλερῖχε | Οὐλερῖχοι | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οὐλερῖχος < (λόγιο δάνειο) γερμανική Ulrichs, με κατάλληλες προσαρμογές + κατάληξη -ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οὐλερῖχος αρσενικό (καθαρεύουσα)
- παρωχημένο ανδρικό επώνυμο, ελληνοποιημένη μορφή του Ούλριχς, ως επωνύμου του Γερμανού κλασικού φιλολόγου Heinrich Nicolaus Ulrichs (Βρέμη 1807 - Αθήνα 1843)