Οτρύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Οτρύνη | ||
γενική | της | Οτρύνης | ||
αιτιατική | την | Οτρύνη | ||
κλητική | Οτρύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οτρύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ὀτρύνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈtɾi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐τρύ‐νη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟτρύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Οτρύνη στη Βικιπαίδεια