Ορφανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ορφανός < ορφανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.faˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ορ‐φα‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟρφανός αρσενικό (θηλυκό Ορφανού)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κόλπος Ορφανού, ο Στρυμονικός Κόλπος