Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ορλωφικά
      γενική των Ορλωφικών
    αιτιατική τα Ορλωφικά
     κλητική Ορλωφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ορλωφικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ορλωφικός στον πληθυντικό με , Ορλώφ + -ικά, πληθυντικός του -ικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ορλωφικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • Ορλοφικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία