Ορθούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ορθούλα | οι | Ορθούλες |
γενική | της | Ορθούλας | — | |
αιτιατική | την | Ορθούλα | τις | Ορθούλες |
κλητική | Ορθούλα | Ορθούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ορθούλα < + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟρθούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ορθούλα
|