Οινοπολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οινοπολίτης | οι | Οινοπολίτηδες |
γενική | του | Οινοπολίτη* | των | Οινοπολίτηδων |
αιτιατική | τον | Οινοπολίτη | τους | Οινοπολίτηδες |
κλητική | Οινοπολίτη | Οινοπολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Οινοπολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Οινοπολίτης < οινο- + Πολίτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Οινοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Οινοπολίτη ή Οινοπολίτου)