Οδοντόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οδοντόπουλος | οι | Οδοντόπουλοι & Οδοντοπουλαίοι1 |
γενική | του | Οδοντόπουλου & Οδοντοπούλου |
των | Οδοντόπουλων2 & Οδοντοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Οδοντόπουλο | τους | Οδοντόπουλους3 & Οδοντοπουλαίους |
κλητική | Οδοντόπουλε | Οδοντόπουλοι & Οδοντοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Οδοντοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Οδοντοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οδοντόπουλος < + -όπουλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟδοντόπουλος αρσενικό (θηλυκό Οδοντοπούλου)