Οδοιπορίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οδοιπορίδης | οι | Οδοιπορίδηδες |
γενική | του | Οδοιπορίδη* | των | Οδοιπορίδηδων |
αιτιατική | τον | Οδοιπορίδη | τους | Οδοιπορίδηδες |
κλητική | Οδοιπορίδη | Οδοιπορίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Οδοιπορίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οδοιπορίδης < + -ίδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟδοιπορίδης αρσενικό (θηλυκό Οδοιπορίδου ή Οδοιπορίδη)