Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ξερόνησος οι Ξερόνησοι
      γενική του Ξερόνησου
Ξερονήσου
των Ξερόνησων
Ξερονήσων
    αιτιατική τον Ξερόνησο τους Ξερόνησους
Ξερονήσους
     κλητική Ξερόνησε Ξερόνησοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξερόνησος < ξερό- + νήσος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξερόνησος θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία