Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ξενόπουλος οι Ξενόπουλοι
Ξενοπουλαίοι1
      γενική του Ξενόπουλου
Ξενοπούλου
των Ξενόπουλων2
Ξενοπουλαίων
    αιτιατική τον Ξενόπουλο τους Ξενόπουλους3
Ξενοπουλαίους
     κλητική Ξενόπουλε Ξενόπουλοι
Ξενοπουλαίοι
 1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι.
 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ξενοπούλων
 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ξενοπούλους
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξενόπουλος < ξέν(ος) + -όπουλος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξενόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ξενοπούλου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία