Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ξενοφωντίνα οι Ξενοφωντίνες
      γενική της Ξενοφωντίνας
    αιτιατική την Ξενοφωντίνα τις Ξενοφωντίνες
     κλητική Ξενοφωντίνα Ξενοφωντίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ξενοφωντίνα < αρσενικό Ξενοφώντ(ας) + θηλυκό επίθημα -ίνα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ξενοφωντίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία