Νυδριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νυδριώτης | οι | Νυδριώτηδες |
γενική | του | Νυδριώτη* | των | Νυδριώτηδων |
αιτιατική | τον | Νυδριώτη | τους | Νυδριώτηδες |
κλητική | Νυδριώτη | Νυδριώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Νυδριώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νυδριώτης < Νύδρ(α) + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝυδριώτης αρσενικό (θηλυκό Νυδριώτη ή Νυδριώτου)