Ντόβας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ντόβας | οι | Ντόβηδες & Ντοβαίοι |
γενική | του | Ντόβα | των | Ντόβηδων & Ντοβαίων |
αιτιατική | τον | Ντόβα | τους | Ντόβηδες & Ντοβαίους |
κλητική | Ντόβα | Ντόβηδες & Ντοβαίοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ντόβας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈdo.vas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντό‐βας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝτόβας αρσενικό (θηλυκό Ντόβα)