Δείτε επίσης: ντραφιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ντραφιώτισσα οι Ντραφιώτισσες
      γενική της Ντραφιώτισσας των Ντραφιωτισσών
    αιτιατική την Ντραφιώτισσα τις Ντραφιώτισσες
     κλητική Ντραφιώτισσα Ντραφιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ντραφιώτισσα < Ντραφιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɾaˈfço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντρα‐φιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ντραφιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ντραφιώτης