Ντεντιάνικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Ντεντιάνικα | ||
γενική | των | Ντεντιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Ντεντιάνικα | ||
κλητική | Ντεντιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ντεντιάνικα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /deˈdʝa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ντε‐ντιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝτεντιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό