Νεοϋορκέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νεοϋορκέζα | οι | Νεοϋορκέζες |
γενική | της | Νεοϋορκέζας | — | |
αιτιατική | τη | Νεοϋορκέζα | τις | Νεοϋορκέζες |
κλητική | Νεοϋορκέζα | Νεοϋορκέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νεοϋορκέζα < Νεοϋορκέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΝεοϋορκέζα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Νεοϋορκέζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία Νεοϋορκέζα
|