Νέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νέτα | οι | Νέτες |
γενική | της | Νέτας | — | |
αιτιατική | τη | Νέτα | τις | Νέτες |
κλητική | Νέτα | Νέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νέτα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝέτα θηλυκό
- χωριό της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Καρπασία, επαρχία Αμμοχώστου).
Μεταφράσεις
επεξεργασία Νέτα
|