Μύρτσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmiɾ.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μύρ‐τσος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜύρτσος αρσενικό (θηλυκό Μύρτσου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Νικόλαος Ταχινοσλής, Μορφές του Δημήτριος στο νομό Σερρών, Ελληνικά, τόμος 43ος, σσ. 193-194