Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μυτιληνιά οι Μυτιληνιές
      γενική της Μυτιληνιάς των Μυτιληνιών
    αιτιατική τη Μυτιληνιά τις Μυτιληνιές
     κλητική Μυτιληνιά Μυτιληνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μυτιληνιά < Μυτιλην(ιός) + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μυτιληνιά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μυτιληνιός