Μυονεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μυονεύς | οἱ | Μυονεῖς |
γενική | τοῦ | Μυονέως | τῶν | Μυονέων |
δοτική | τῷ | Μυονεῖ | τοῖς | Μυονεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Μυονέᾱ | τοὺς | Μυονέᾱς |
κλητική ὦ! | Μυονεῦ | Μυονεῖς | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μυονεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μυονέοιν | ||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΜυονεύς αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Μυονίας
Πηγές
επεξεργασία- Myonia - Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854