Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μυονεύς οἱ Μυονεῖς
      γενική τοῦ Μυονέως τῶν Μυονέων
      δοτική τῷ Μυονεῖ τοῖς Μυονεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μυονέ τοὺς Μυονέᾱς
     κλητική ! Μυονεῦ Μυονεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μυονεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Μυονέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μυονεύς < Μυον(ία) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μυονεύς αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία