Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Μυκονιάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
Μυκονιάτ
ης
οι
Μυκονιάτ
ες
γενική
του
Μυκονιάτ
η
των
Μυκονιατ
ών
αιτιατική
τον
Μυκονιάτ
η
τους
Μυκονιάτ
ες
κλητική
Μυκονιάτ
η
Μυκονιάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
Μυκονιάτης
<
Μύκονος
+
-ιάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Μυκονιάτης
αρσενικό
, (
θηλυκό
Μυκονιάτισσα
)
(
πατριδωνυμικό
) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Μύκονο.
Συγγενικά
επεξεργασία
μυκονιάτικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μυκονιάτης
αγγλικά
:
Myconian
(en)
αλβανικά
:
mikonjat
(sq)
αρωμουνικά
:
micunjat
(roa-rup)