Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μπρεξίζα οι Μπρεξίζες
      γενική της Μπρεξίζας
    αιτιατική την Μπρεξίζα τις Μπρεξίζες
     κλητική Μπρεξίζα Μπρεξίζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπρεξίζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɾeˈksi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπρε‐ξί‐ζα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπρεξίζα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία