Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μπουρνώντας
      γενική του Μπουρνώντα
    αιτιατική τον Μπουρνώντα
     κλητική Μπουρνώντα
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπουρνώντας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /buɾˈnon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπουρ‐νώ‐ντας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπουρνώντας αρσενικό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία