Μπουρνώντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μπουρνώντας | ||
γενική | του | Μπουρνώντα | ||
αιτιατική | τον | Μπουρνώντα | ||
κλητική | Μπουρνώντα | |||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μπουρνώντας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /buɾˈnon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπουρ‐νώ‐ντας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπουρνώντας αρσενικό, μόνο στον ενικό
- ακτή του νομού Εύβοιας, στην πλευρά της Στερεάς Ελλάδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μπουρνώντας