Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Άποψη της Μπισκέκ

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπισκέκ < ρωσική Бишкек (Biškék)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /biˈscek/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπι‐σκέκ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μπισκέκ θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία