Μιντζιρίκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μιντζιρίκης < ενδεχομένως από οθωμανική τουρκική , τουρκικά mıncırık (άτακτο, έξυπνο παιδάκι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜιντζιρίκης αρσενικό (θηλυκό Μιντζιρίκη)