Μιμίκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μιμίκος | οι | Μιμίκοι |
γενική | του | Μιμίκου | των | Μιμίκων |
αιτιατική | τον | Μιμίκο | τους | Μιμίκους |
κλητική | Μιμίκο | Μιμίκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μιμίκος < Μίμ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -ίκος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜιμίκος αρσενικό