Μενθώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μενθώτης | οἱ | Μενθῶται |
γενική | τοῦ | Μενθώτου | τῶν | Μενθωτῶν |
δοτική | τῷ | Μενθώτῃ | τοῖς | Μενθώταις |
αιτιατική | τὸν | Μενθώτην | τοὺς | Μενθώτᾱς |
κλητική ὦ! | Μενθῶτᾰ | Μενθῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μενθώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μενθώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μενθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜενθώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Μενθώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven