Μελίκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Μελίκ < μεταγραφή για την αρμενική Մելիք (Melikʿ), αραβικής προέλευσης
Μεταγραφή
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Μελίκ < μεταγραφή για την τουρκική Melik, αραβικής προέλευσης
Μεταγραφή
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
- Μελίκ < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ملك (melik, βασιλιάς, μονάρχης), στα τουρκικά melik, λέξη αραβικής προέλευσης (Μαλίκ)
Μεταγραφή
επεξεργασία
Μελίκ αρσενικό, άκλιτο
- (ιστορία, παρωχημένο) προσωνύμιο αρχόντων και ηγεμόνων
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Μελίκης (εξελληνισμένη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μελίκ (προσωνύμιο-τίτλος)
|