Μαρούκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαρούκω | οι | Μαρούκες |
γενική | της | Μαρούκως | των | Μαρούκων |
αιτιατική | τη | Μαρούκω | τις | Μαρούκες |
κλητική | Μαρούκω | Μαρούκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαρούκω < Μαρία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈɾu.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρού‐κω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαρούκω θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- "Συλλογή κύριων ονομάτων των νεότερων Ελλήνων Θράκης". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. 1934-35. σελ. 218-224.