Μαρούδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈɾu.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρού‐δα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαρούδα | οι | Μαρούδες |
γενική | της | Μαρούδας | — | |
αιτιατική | τη | Μαρούδα | τις | Μαρούδες |
κλητική | Μαρούδα | Μαρούδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μαρούδα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαρούδα θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Μαρούδα < γενική ενικού του αρσενικού Μαρούδας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαρούδα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΜαρούδα αρσενικό