Μανωλίδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μανωλίδης | οι | Μανωλίδηδες |
γενική | του | Μανωλίδη* | των | Μανωλίδηδων |
αιτιατική | τον | Μανωλίδη | τους | Μανωλίδηδες |
κλητική | Μανωλίδη | Μανωλίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μανωλίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜανωλίδης αρσενικό (θηλυκό Μανωλίδη & Μανωλίδου)