Δείτε επίσης: μαλινέζα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαλινέζα οι Μαλινέζες
      γενική της Μαλινέζας
    αιτιατική τη Μαλινέζα τις Μαλινέζες
     κλητική Μαλινέζα Μαλινέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαλινέζα < Μαλινέζος + (-έζα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Μαλινέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία