Μαλακώντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαλακώντα | ||
γενική | της | Μαλακώντας | ||
αιτιατική | τη | Μαλακώντα | ||
κλητική | Μαλακώντα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαλακώντα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.laˈkon.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐λα‐κώ‐ντα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαλακώντα θηλυκό, μόνο στον ενικό