Λύσσελης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λύσσελης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.se.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λύσ‐σε‐λης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λύσσελης αρσενικό (θηλυκό Λύσσελη)
Λύσσελης αρσενικό (θηλυκό Λύσσελη)