Λούτσοβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λούτσοβος | ||
γενική | του | Λουτσόβου | ||
αιτιατική | τον | Λούτσοβο | ||
κλητική | Λούτσοβε | |||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λούτσοβος < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlu.t͡so.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λού‐τσο‐βος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛούτσοβος αρσενικό
- (παρωχημένο) οικισμός της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Κόκκινου[1]