↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λεωνάρδος οι Λεωνάρδοι
      γενική του Λεωνάρδου των Λεωνάρδων
    αιτιατική τον Λεωνάρδο τους Λεωνάρδους
     κλητική Λεωνάρδε Λεωνάρδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λεωνάρδος < μεσαιωνική ελληνική Λεωνάρδος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.oˈnaɾ.ðos/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λεωνάρδος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Λεωνάρδου)

Μεταγραφές για το επώνυμο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις για το όνομα

επεξεργασία