Λεονάρδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λεονάρδος < (άμεσο δάνειο) ιταλική Leonardo < Λεωνάρδος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.oˈnaɾ.ðos/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λεονάρδος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λεονάρδος
|