Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λαφύστιος οἱ Λαφύστιοι
      γενική τοῦ Λαφυστίου τῶν Λαφυστίων
      δοτική τῷ Λαφυστί τοῖς Λαφυστίοις
    αιτιατική τὸν Λαφύστιον τοὺς Λαφυστίους
     κλητική ! Λαφύστιε Λαφύστιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λαφυστίω
γεν-δοτ τοῖν  Λαφυστίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαφύστιος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαφύστιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (προσωνυμία) του Δία και του Διονύσου

  Αναφορές επεξεργασία