Λαβαζός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λαβαζός | οι | Λαβαζοί |
γενική | του | Λαβαζού | των | Λαβαζών |
αιτιατική | τον | Λαβαζό | τους | Λαβαζούς |
κλητική | Λαβαζέ | Λαβαζοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λαβαζός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.vaˈzos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐βα‐ζός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛαβαζός αρσενικό (θηλυκό Λαβαζού)