Λάβαζος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Λάβαζος | οἱ | Λάβαζοι |
γενική | τοῦ | Λαβάζου | τῶν | Λαβάζων |
δοτική | τῷ | Λαβάζῳ | τοῖς | Λαβάζοις |
αιτιατική | τὸν | Λάβαζον | τοὺς | Λαβάζους |
κλητική ὦ! | Λάβαζε | Λάβαζοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαβάζω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Λαβάζοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λάβαζος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛάβαζος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press